Πρωί Ζεστής Μέρας Με Άπνοια

κρεμόμουν ολόκληρη από την ελιά σαν τόξο τεντωμένη.
ανάσκελη με τη ράχη στο δέντρο
την κοιλιά στον αέρα
χέρια σε ανάταση
πόδια ανοιχτά στον οίστρο
στην οικουμένη αιωρούμενα
ενώ ο τόπος βούιζε
από τις απλωμένες ως το επέκεινα χορωδίες των τζιτζικιών
μαιόμουν μόνη μακριά από τους άλλους
για ώρες τον αέρα έσκιζα
με τα λυπητερά του ίμερου σπαραχτικά
βελάσματά μου.
ω θάλασσα από ελιές και πέτρες του μεσημεριού
πάνω από το πέλαγος των κατσικιών που φέγγει
το αστραφτερό Αιγαίο
μέχρι πέρα μακριά
μέχρι το αφανές τέλος του ορίζοντα.

Notes:

Read the English-language translation, “Morning Hot and Windless,” and the translator’s note, both by Brian Sneeden.

Source: Poetry (July/August 2024)